Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Το Τάνγκο στη λίστα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς

 Ηλιάνα Βολονάκη.
Το τανγκό θα περιλαμβάνεται στο εξής στην αντιπροσωπευτική λίστα Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, για την Εκπαίδευση την Επιστήμη και τον Πολιτισμό, προσθέτοντας ότι η σχετική απόφαση ελήφθη στη διάρκεια σύσκεψης της Διακυβερνητικής Επιτροπής της στο Αμπου Ντάμπι.
Στη λίστα που δημιουργήθηκε σε μία προσπάθεια διαφύλαξης της πολυπολιτισμικής έκφρασης της ανθρωπότητας, η Ουνέσκο πρόσθεσε τα τελευταία χρόνια και πολλές άλλες μορφές έκφρασης, στις οποίες περιλαμβάνεται το πλωτό φεστιβάλ του δράκου της Κίνας και η τεχνική μπατίκ της Ινδονησίας.
Το τανγκό εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Μπουένος Αϊρες και το Μοντεβιδέο, ως χορευτική έκφραση μιας μουσικής που έχει τις καταβολές της στους κύκλους των ευρωπαίων μεταναστών στις δύο αυτές πρωτεύουσες, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης αντίστοιχα.
 Οι ρίζες του τάγκο είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos, δηλαδή: κάου-μπόϋ, που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης, από το Κογκό, που παιζόταν με κρουστά και οι αντίστοιχοι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto και η canzonetta των Ιταλών μεταναστών μαζί με το πιο εξευγενισμένο χορευτικό τους στυλ, η Ισπανο-Κουβανική habanera, το βαλς.
Τα πρώτα τάγκο παιζόντουσαν από μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τάγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γεοτονιές του Μπουένος Άϊρες αλλά αντιμετωπιζόταν εχθρικά από την αστική τάξη, στα προκατειλημμένα μάτια της οποίας φάνταζε σαν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής, σύνδεση που συχνά κάνουν συχνά διάφορες αναφορές στην ιστορία του τάγκο, που στην πραγματικότητα όμως απλώς αντανακλούν την αρχική προκατάληψη εναντίον του.
 Ο συγγραφέας Jorge Luis Borges φέρει αρκετό βάρος της ευθύνης για την διάδοση της λανθασμένης ταύτισης των ριζών του τάγκο με τους οίκους ανοχής. Το τάγκο χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλλιέρος με την κίνησή του του του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος.
Έτσι, όταν χορεύεται από έμπειρους χορευτές, συνιστά έναν διάλογο του ζευγαριού με αφορμή την μουσική, γιατί, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα και φιγούρες αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα.
Στο τάγκο της χρυσής εποχής- περίπου 1930-1955- καβαλλιέρος και ντάμα κρατούν ο καθένας ισορροπία ανεξάρτητα από τον άλλον. Με την αναγέννηση του τάγκο από το 1983 και μετά, συνυπάρχει η τάση διατήρησης του κλασσικού στυλ της χρυσής εποχής με την τάση να εισαχθούν νέα στοιχεία.
Αλλά ασχέτως στυλ, το τάγκο μετά το 1983 είναι ένας χορός που συνήθως μαθαίνεται από δασκάλους ενώ στην Αργεντινή της χρυσής εποχής οι χορευτές ήταν αυτοδίδακοι και αλληλοδιδασκόμενοι.
Σήμερα υπάρχουν πολλά είδη τανγκό, όπως το αργεντίνικο, το ουρουγουάνικο και το τανγκό των αιθουσών χορού.