Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Βαθιά χαρακιά

Τρεις μήνες Oδύσσειας. Σεριάνι από γιατρό σε γιατρό, με τις εξετάσεις υπό μάλλης. Φορτίο ολοένα και πιο ασήκωτο. Με τις γνώμες να αυξάνονται και δυστυχώς να συγκλίνουν. Υστερεκτομή. Πάλεψε για καιρό με συντηρητική φαρμακευτική αγωγή κι ορμόνες. Εναπόθεσε στη χημεία και την καλή της νεράιδα, όλες τις ελπίδες της για μια αναίμακτη λύση. Άδικα. Μήτε ενδομητρίωση, μήτε πολύποδες, μήτε ινομυώματα. Δυσλειτουργική αιμορραγία, η διάγνωση. Ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, απουσία οργανικής νόσου, η μετάφραση. Ήταν το 20%. Η διάγνωση, δια της εις άτοπον επαγωγής. Κοινώς έπρεπε ν’ αγοράσει επειγόντως λαχείο, καθώς η τύχη της δεν παιζόταν. Η Ξένια ήταν μόλις 29 ετών. Χωρίς οικογένεια και παιδιά. Κι όπως φαίνεται, δε θα αποκτούσε ποτέ. Το χειρουργείο ήταν μονόδρομος. Βιοψίες, υπέρηχοι, καρκινικοί δείκτες κι άπειρες αιμοληψίες. Κι ύστερα, η ώρα του χειρουργείου. Με τη νεράιδα της να είναι ακόμη απούσα κι εκείνη να τραβά ολοένα το δέκα το καλό. Η φυσιολογία της απαγόρευε την εύκολη λύση, τη λαπαροσκοπική αφαίρεση μήτρας και τραχήλου. Αναγκάστηκε να κάνει κοιλιακή υστερεκτομή. Μια βαθιά χαρακιά στο σώμα και την ψυχή της. Την άφησαν μισή. Της στέρησαν τη γονιμότητα και την έμμηνο ρύση της. Της χάρισαν ως αντάλλαγμα ωοθήκες και σάλπιγγες. Κι αυτή έπρεπε να πει ευχαριστώ, που γλίτωσε τουλάχιστον από τις ορμονικές διαταραχές μιας εγκληματικά πρόωρης εμμηνόπαυσης. Έξι βδομάδες είπαν πως θα κρατούσε η ανάρρωση. Αυτή από τις πρώτες μέρες ήθελε να τα σπάσει όλα. Κι εκείνο το γαμημένο κρεβάτι σιχάθηκε να το βλέπει. Πρώτα στο νοσοκομείο και μετά στο σπίτι. Με τα λευκά αποστειρωμένα σεντόνια, που στα όνειρα της γινόταν κόκκινα από το αίμα. Όνειρα, όχι εφιάλτες. Τόση ταλαιπωρία για να της λείπει η αβάσταχτα γλυκερή μυρωδιά του. Προφανώς έχανε και το μυαλό της. Ο πόνος κι η αγωνία ενός ενδεχόμενου καρκίνου, έδωσαν τη θέση τους στη θλίψη και την απώλεια. Καμία ανακούφιση. Κλεισμένη στο σπίτι, βυθισμένη στη σιωπή. Τη σιωπή ενός αναγκαστικά βουβού βιολογικου ρολογιού. Συντροφιά με το φάντασμα ενός αγέννητου παιδιού. Τη μάνα έχανε, όχι τη γυναίκα. Ποτέ δε φοβήθηκε για την απώλεια της σεξουαλικής της ελκυστικότητας κι αίσθησης. Το ερωτικό κομμάτι της ζωής της θα επανερχόταν με την ανάρρωση. Είχε διαβάσει σχετικά, το περίμενε. Την άτυχα χαμένη μητρότητα θρηνούσε. Αυτό την πονούσε περισσότερο απ’ όλα. Το αμετάκλητο. Το σώμα που ποτέ δε θα άλλαζε για να θρέψει μια νέα ζωή. Το πρώτο κλάμα που ποτέ δε θα συνταίριαζε με την τελευταία κραυγή της γέννας. Η σωματική της ανάρρωση θα τελείωνε σύντομα. Η ψυχική της, άγνωστο πόσο θα κρατούσε. Σε περιπτώσεις όπως η δική της, ο χρόνος είναι αντιστρόφως ανάλογος της ηλικίας. Θα πενθούσε όσο είχε ανάγκη. Θα βούλιαζε σε ποτάμια δακρύων αν χρειαζόταν. Μα δε θα ήταν μόνη. Είχε ανθρώπους δίπλα της να τη στηρίξουν. Γονείς κι ένα σύντροφο που την αγαπούσε αληθινά. Για τους τρίτους που μπορεί να ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της, αδιαφορούσε πάντα. Έτσι και τώρα. Θα γινόταν καλά μέσα κι έξω. Κι όταν ερχόταν η ώρα, εκείνη, με την ατσάλινη της θέληση, θα έκανε το βιολογικό της ρολόι να χτυπήσει ξανά. Μέσα από ένα παιδί που θα γινόταν δικό της. Δικό τους. Και που θα του έδινε όση αγάπη κουβαλούσε. Γιατί τη μαμά μέσα της, την έννοια, την αγάπη και τη στοργή, δε μπορούσε να την αφαιρέσει κανένα χειρουργικό νυστέρι.
Πηγή: pillowfights.gr